- προεπινοώ
- -έω, ΜΑ1. συλλαμβάνω με τον νου, με τη σκέψη προηγουμένως2. παρατηρώ, εξετάζω προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεπινοῶ — προεπινοέω observe pres subj act 1st sg (attic epic doric) προεπινοέω observe pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπίνοια — ἡ, Α [προεπινοῶ] η εξέταση εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek